Γύρισα στο σπίτι από την δουλειά, ούτε ήξερα τι ώρα ήταν.
Είχε νυχτώσει πάντως και έβρεχε, ξέρετε εκείνη η σπαστική βροχή που λες πως δεν θα σταματήσει ποτέ.
Άφησα το κλειδί μου στο έπιπλο με τον καθρέφτη του χολ και το διέσχισα φτάνοντας στην κουζίνα. Απόθεσα τα ψώνια που είχα κάνει στο δρόμο - κυρίως τρόφιμα, όπως έτοιμα γεύματα- και γέμισα τον φούρνο μικροκυμάτων με ένα κουτί στην τύχη.
Φόρεσα την στολή του σπιτιού, μια φόρμα γυμναστικής, πήγα στο γραφείο μου και έβαλα σε λειτουργία τον υπολογιστή μου. Καλά το διαδίκτυο δεν με περίμενε καθόλου.
Όλες και όλοι τους έκαναν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή.
Ωραία τοπία, ωραίες κοπέλες, σκυλιά, γάτες, λιοντάρια και πόσα άλλα για να ξεχαστείς.
Τι τα θέλετε όμως; Σε μισή ωρίτσα βαρέθηκα. Άνοιξα το στόμα μου σαν χάνος και χασμουρήθηκα.
Καλά ώρες είναι να με πάρει ο ύπνος στην καρέκλα, σκέφτηκα.
Η αλήθεια είναι πως το έχω ξαναπάθει αλλά την τελευταία φορά βρέθηκα στο πάτωμα καπακωμένος από την καρέκλα του γραφείου μου και με την ρόδα της στην μούρη.
Όπως καταλαβαίνετε κάτι τέτοιο το αποφεύγω συστηματικά.
Κόντευα πάντως να αποκοιμηθώ, μια γλυκιά νάρκη άρχισε να με κυριεύει και η οθόνη του υπολογιστή μου να γίνεται όλο και πιο θαμπή.
Προσπάθησα να ξεφύγω από αυτήν την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μάταια! Τα πάντα γύρω μου άρχισαν να θαμπώνουν και το σώμα μου να δονείται περίεργα καθώς το ένοιωσα να τραντάζεται και κουνιέται δεξιά και αριστερά. Αυτό ήταν, πάει θα ξυπνήσω τώρα, σκέφτηκα.
Μα δεν μπορώ να πω πως ξύπνησα γιατί ένοιωθα τόσο ελαφρύς και άνετος, ποιος; Εγώ που για να ξυπνήσω το πρωί ήθελα έναν κουβά καφέ.
Μπα, κάτι περίεργο συμβαίνει, αλλά τι;
Έριξα μια ματιά γύρω μου. Όλα τα ίδια μα διαφορετικά.
Το ρολόι στον τοίχο σταματημένο. Και στον υπολογιστή το ίδιο. Άρχισα να ανυψώνομαι. Σιγά-σιγά στην αρχή. Κοίταξα κάτω. Τι να δω; Εμένα καθισμένο στην καρέκλα του γραφείου μου με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο.
Άντε καλά αυτό ήταν, καλά κρασιά, και σε άλλα με υγεία.
Πέθανα, φιλοσοφία θέλει;
Με κοίταξα πιο προσεχτικά. Μπα, ένα ελάχιστο ίχνος αναπνοής φανέρωνε το στήθος μου που είδα να κινείται σαν ανεπαίσθητα.
Δεν πέθανα λοιπόν; Τότε;
Άυλα σχεδόν έφερα μπροστά μου τα χέρια και τα κοίταξα.
Με ποια μάτια όμως;
Συνέχισα προς τα επάνω και έκλεισα τα "μάτια" μου καθώς είδα το ξύλινο ταβάνι να ορμάει κατά πάνω μου.
Πέρασα μέσα από αυτό και βρέθηκα στην σοφίτα-αποθήκη του σπιτιού μου. Πόσες αναμνήσεις έκρυβαν όλα αυτά τα κουτιά και τα κιβώτια γεμάτα με θησαυρούς που είχαν αξία μόνο για μένα!
Κάτι με έσπρωξε να συνεχίσω όμως.
Αυτό έκανα.
Πέρασα λοιπόν μέσα από το τζάμι του παράθυρου φεγγίτη
-μου ήρθε πιο νορμάλ έτσι- και βρέθηκα έξω.
Η βροχή είχε σταματήσει. Τα σύννεφα αφού άδειασαν το φορτίο τους εξαφανίστηκαν και ο ουρανός γέμισε με εκατομμύρια άστρα.
Έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο να χαζεύω το μεγαλείο της φύσης. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Δεν κρύωνα καθόλου άλλωστε. Ένα αίσθημα γαλήνης με κυρίευσε. Δεν υπήρχαν προβλήματα εδώ.
Ούτε άγχος, μόνο ένα υπέροχα γαλήνιο κενό.
Ένοιωσα να γεμίζω με αισιοδοξία;
Δεν ξέρω, όλα θα πάνε καλά, και γιατί να μην πάνε;
Ένοιωσα τόσο ωραία! Μα τι ώρα ήταν;
Ποια από τις εικοσιτέσσερις ώρες της ημέρας;
Ξεκίνησα προς τα κάτω, να πάω να δω τα ρολόγια.
Ακολούθησα τον δρόμο, αντίστροφα αυτήν την φορά, και έφτασα σε χρόνο μηδέν δίπλα στο φυσικό μου σώμα.
Όλα τα ρολόγια σταματημένα! Ακόμη και ο αέρας έμοιαζε αλλιώτικος, σταματημένος κι' αυτός!
Μα βέβαια, καμιά από τις 24 ώρες. Απλά η 25η!
Η ώρα που γίνονται τα θαύματα! Που κάνουμε αυτό που δεν έχουμε ξανακάνει και γινόμαστε ο πραγματικός μας εαυτός!
Ξαναμπήκα στο σώμα μου πανεύκολα. Παραλίγο να αγχωθώ είναι αλήθεια.
Είδα πάλι με τα κανονικά μου μάτια και ένοιωσα υπέροχα.
Θα ξαναβρεθώ με την πρώτη ευκαιρία πάλι σ' αυτήν την 25η ώρα. Την δική μου ώρα!
Το συγκεκριμένο βιβλίο, διακινείται ελεύθερα στο Διαδίκτυο με άδεια Creative Commons
Το έργο με τίτλο 25η ώρα από τον δημιουργόΧρήστος Μάλαμας διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .