25ηώρα- 4 ΔΩΡΕΑΝ

25ηώρα- 4 ΔΩΡΕΑΝ

 

Και ξεκίνησε να μου λέει. Τι να λέει δηλαδή που μου έκανε το κεφάλι καζάνι. Και έτσι στα αστρικά πεδία κάνουμε, και όταν συναντήσουμε αυτούς θα κάνουμε έτσι. Αλλά τους άλλους αλλιώς.

Καλά αυτή η κοπέλα με μάγεψε, τα έλεγε τόσο παραστατικά, με τόσο πάθος. Κουνούσε τα φασματικά της χέρια σαν ανεμόμυλος, αλλά με τόση χάρη…

Κάποτε σταμάτησε σαν για να πάρει ανάσα.

-Πω-πω! Αναφώνησα. Τι είναι όλα αυτά; Το εγχειρίδιο της Νάσα;

-Άσε τα χαζά και πες τι δεν κατάλαβες.

-Όλα!

-Τι;

-Καλά ούτε μια πλάκα δεν σηκώνεις;

-Ουφ, είπα κι' εγώ. Σε χαζό έπεσα;

-Για πρόσεχε τα λόγια σου! Καλά αν ήμασταν με τα κανονικά μας σώματα μέχρι που θα την έπαιρνα αγκαλιά… και ό,τι ήθελε… σας το λέω στην ψύχρα. Τέλος πάντων.

-Το άκουσα αυτό φίλε!

-Ωχ! Την έκανα πάλι!

-Εμένα άλλο μ' ενδιαφέρει. Κατάλαβες αυτά που σου είπα;

-Είπαμε ναι.

-Ωραία! Πάμε παρακάτω.

-Δηλαδή;

-Δηλαδή ήρθε η ώρα να πάμε ο καθ' ένας σπιτάκι του γιατί το παρακάναμε εδώ πάνω και το καημένο το φυσικό μας σώμα θα τα φτύσει. Κατάλαβες;

-Αμάν! Και δεν το λες τόση ώρα;

Φσουτττ! Ένοιωσα έναν άνεμο να με παρασέρνει και την αργυρή χορδή μου να τεντώνεται μια και να με τραβάει μετά σαν λάστιχο που τείνει να πάρει την αρχική του θέση.

Το ομολογώ, ζαλίστηκα στην αρχή. Μετά μ' έπιασε μια ανησυχία για το φυσικό μου σώμα και η ταχύτητα που όλο και μεγάλωνε δεν με ενόχλησε καθόλου.

Με βρήκα εκεί που με άφησα. Ο υπολογιστής γουργούριζε σαν γατάκι. Του είχα κάνει αναβάθμιση πρόσφατα και είχε γίνει μερικά χρόνια νεώτερος. Το σώμα μου όμως ακίνητο, άκαμπτο. Το πρόσωπο μου ανέκφραστο. Τα χρειάστηκα! Έχει γούστο. Αμάν ρε Αλεξάνδρα τα λένε αυτά τα πράγματα γαμώτο!

Προσπάθησα να "μπω" στο φυσικό μου. Τίποτα. Γύρισα έτσι, γύρισα αλλιώς τα ίδια. Ρε τι πάθαμε στα καλά καθούμενα!

Κάποια στιγμή-δεν το κατάλαβα κιόλας-κάπως αιωρήθηκα και τα πόδια μου ακούμπησαν στο κεφάλι του φυσικού μου. Αυτό ήταν! Χλαπ! Γλίστρησα και τα δυο σώματα έγιναν ένα. Αλλά τι παγωνιά ήταν αυτή;

Πάει τα κακάρωσες αγόρι μου, καθάρισες!

Για σιγά δεν κουνάμε κανένα δάχτυλο; Ελάχιστα ένοιωσα τα δάχτυλα σε χέρια και πόδια. Να μην σας κουράζω λοιπόν αργά και αγκομαχώντας πήρα τον έλεγχο και με τα χίλια ζόρια κατάφερα να σηκωθώ από την καρέκλα. Σωριάστηκα στον καναπέ. Το πήρα το μάθημα μου Αλεξάνδρα, σκέφτηκα και βυθίστηκα σ' έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Το πρωί στην δουλειά πετούσα. Ένοιωθα ξεκούραστος, ανανεωμένος.

Με την ευκαιρία να σας πω και τι δουλειά κάνω. Τίποτα το ενδιαφέρον δυστυχώς τραπεζικός υπάλληλος. Ας είναι καλά ο συχωρεμένος ο πατέρας μου που επέμενε να δώσω εξετάσεις κι' εκεί. Είχα και το πτυχίο του πολυτεχνείου παρακαλώ, τις γνωριμίες του πατέρα μου, κι' έδεσε το γλυκό. Νάμαι τώρα υποδιευθυντής στο υποκατάστημα.

Ησυχία τάξη και ασφάλεια που έλεγαν οι παλιοί. Λίγες οι μέρες που είχαμε πραγματική δουλειά. Οι αποδοχές-αν και μειωμένες τώρα πια- ακόμη ικανοποιητικές για μια άνετη σχετικά ζωή.

Γιατί είμαι μόνος μου; Ε, αυτά παθαίνει όποιος την ψάχνει πολύ και δεν συμβιβάζεται. Η γνωστή ιστορία. Τρεις αποτυχημένες σχέσεις. Στην μια έφταιγα εγώ. Ήμουν πολύ νέος. Ολόκληρη η ζωή μπροστά μου. Να έπαιρνα την πρώτη που μου ταίριασε; Όταν πήγα στον γάμο της όμως έκανα μήνες να συνέλθω. 

Αφήστε τα, πάμε παρακάτω. Στο θέμα μας. Καλά η Αλεξάνδρα δεν έβγαινε απ' το μυαλό μου με τίποτα.

Καστανόξανθη σίγουρα, αν και με τα φασματικά μας σώματα δεν ήμουν και τόσο σίγουρος. Μπορεί να ήταν και κοκκινομάλλα. Και τις έχω μια αδυναμία τις άτιμες! Τις πραγματικές έτσι; Όχι τις βαμμένες  κόκκινες, σαν τις βελέντζες.

Και το σώμα της μια χαρά έδειχνε. Για φασματικό εννοώ. Πως θέλω να συναντηθούμε με τα φυσικά μας! Αλλά κάτι έμαθα κι' εγώ στα 37 μου χρόνια για τις γυναίκες. Μην τις πιέζεις από την αρχή. Όταν παραγνωριστείτε όμως πάτα πόδι που και που και πάρε και καμιά πρωτοβουλία γιατί αλλιώς δεν είσαι άντρας.

Που να βγει η Αλεξάνδρα από το μυαλό μου λοιπόν. Μπήκε και μια κοκκινομάλλα στην τράπεζα κάποια στιγμή και το έχασα. Τόσο χάλια!

Πέρασε η ώρα. Το μεσημέρι ούτε να φάω δεν ήθελα. Τόσο γεμάτος ενέργεια ένοιωθα. Το απογευματάκι-κάτσαμε με τον διευθυντή να ταιριάσουμε κάτι διαφορές στα ταμεία- πήρα τον δρόμο για το σπίτι μου. Δεν έτρεχα πολύ, 40-50 χιλιόμετρα ζήτημα.

Σαν φάντασμα από το πουθενά πετάχτηκε στον δρόμο μια παράξενη μορφή και μ' έκανε να πέσω στα φρένα.

Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ή μάλλον είχε, σε κάτι παλιές αφίσες του κατς. Ίδιος ο μασκοφόρος εκδικητής ήταν η μορφή που κόντεψα να πατήσω με το αυτοκίνητο. 

Χάθηκε στην απέναντι μεριά του δρόμου πίσω από τους θάμνους. Το σαρδόνιο χαμόγελο του όμως χαράχτηκε στην μνήμη μου για πάντα.

Έφτασα στο σπίτι. Ο φούρνος μικροκυμάτων μπήκε μπροστά με το παγωμένο δείπνο που δεν έκανα καν τον κόπο να δω τι ήταν.

Κανελόνια, έφαγα λίγο δεν ήθελα να βαρύνω το στομάχι μου. Άναψα τον υπολογιστή. Πρέπει να βρω τρόπο να κάνω προβολή χωρίς τον υπολογιστή. Σκέφτηκα και πλαπ! Έξω ο δικός σου.

Τάρα έρχομαι! Νάτη η έπαυλη απ' έξω και αμέσως στο μεγάλο σαλόνι όπου μαζεύονταν όλη η καλή κοινωνία των αφεντάδων.

Μόνος μου. Περιεργάστηκα τα πάντα γύρω μου. Ίδια και απαράλλακτα με την ταινία. Καλά πόσες φορές μπορεί να την είδε την ταινία η Αλεξάνδρα;

-Άπειρες! Αντήχησε στο μυαλό μου η φωνή της.

-Πρέπει να σταματήσει αυτό δεν νομίζεις κυρία μου;

-Αν πραγματικά το θέλεις γίνεται.

-Δεν ξέρω τι θέλω αυτήν την στιγμή, θα δούμε.

Το γέλιο της με αποζημίωσε γι' άλλη μια φορά. Σαν το γάργαρο νεράκι της πηγής ξεχύθηκε και σκέπασε τα πάντα.

 

 

 

 

 

 


Ναι σας λέω! Τον είδα εκεί κάτω, ένας φλώρος είναι και τίποτε άλλο!

Ο Τιμωρός τους κοίταξε όλους έναν-έναν με την σειρά. Συνέχισε με την ίδια φούρια και ένα πάθος που αν ήταν ζωντανός θα του χρωμάτιζε κατακόκκινα τα μάγουλα.

Με κοίταξε στα μάτια μ' ένα χαμένο ύφος ο ηλίθιος. Δεν ξέρει τι του γίνεται σας λέω!

-Καλά είναι αρχή τώρα, σε λίγο θα καταλάβει και ποιος τον πιάνει τότε. Είπε η Ζενεβιέβ Γκαστόν η νοσοκόμα.

-Γι' αυτό και πρέπει να του την πέσουμε από τώρα πριν γίνει αυτός που προορίζεται και μας ταράξει, συμπλήρωσε ο Χου Γιαν Λάο ο δάσκαλος των πολεμικών τεχνών.

-Στο μυαλό μου είσαι αγόρι μου, πήρε μέρος στην συζήτηση και η Καλάμιτι Τζέην η ταμίας.

-Λέτε να του την στήσουμε εδώ πάνω ε; Συμπέρανε η Ελίζαμπεθ Λούις η δασκαλίτσα από τις πολιτείες.

-Και μ' εκείνη την νόστιμη τι κάνουμε; Ρώτησε η νοσοκόμα.

-Την βγάζουμε πρώτη από το πλάνο και ορμάμε όλοι μαζί στον μπούφο να τον ρουφήξουμε μέχρι να στραγγίξει.

-Σαν πολύ εύκολα μας τα λες τιμωρέ δεν νομίζεις;

-Καθόλου φίλε μου καρατεκα!

-Σου είπα να μην με λες έτσι! Το φασματικό σώμα του κινέζου άρχισε να πάλλεται σε μια υψηλότερη συχνότητα κάνοντας τον χώρο ελαφρώς ανθυγιεινό για όλους τους και πιο πολύ για τον τιμωρό που ένοιωσε να τον πλακώνει ένα τεράστιο βάρος.

-Καλά-καλά σταμάτα ρε φίλε θα φαγωθούμε μεταξύ μας τώρα; Τα είπαμε αυτά δεν μας συμφέρει. Είμαστε όλοι μαζί σ' αυτό.

Σταμάτησε να πάλλεται το σώμα του κινέζου και ανάσαναν που λέει ο λόγος όλοι. 

-Ξεκινάμε λοιπόν;

-Φύγαμε δασκαλίτσα!

Με μιας η τρομερή κουστωδία βρέθηκε μπροστά στο αρχοντικό της βαμβακοφυτείας. 

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ