Ο ΛΑΜΠΑΔΗΔΡΟΜΟΣ ΔΩΡΕΑΝ

Ο ΛΑΜΠΑΔΗΔΡΟΜΟΣ  ΔΩΡΕΑΝ
Ο Άγγελος Σταματίου  27 χρονών σήμερα δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να τον ξεχωρίζει από τους νέους της ηλικίας του.

Σαν τραπεζικός υπάλληλος ζούσε μια βαρετή ζωή που είχε να του προσφέρει ελάχιστες  συγκινήσεις. Μόνο ο αθλητισμός -ήταν αθλητής του Ταεκβοντό- έδινε κάποιο χρώμα στην ζωή του. Τότε μόνο ο Άγγελος ένοιωθε πως πραγματικά υπήρχε, πως το νόημα της ύπαρξής του ήταν η τελειοποίηση της συνεργασίας ενός μέσου νου με ένα επίσης μέτριας κατασκευής σώμα στην εκτέλεση του αθλήματος που τον εξέφραζε τόσο πολύ. Γιατί ο Άγγελος ήταν από την φύση του αγωνιστής. Όσο για την διάκριση; Αυτή ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Ότι άξιζε γι’ αυτόν  ήταν η διαδρομή.

Η πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό.

Δεν του πέρασε πότε από το μυαλό πως θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να λάβει μέρος στην Ολυμπιάδα.

Όταν όμως στα μέσα του Ιανουαρίου -σαν χθες το θυμάται μια Πέμπτη ήταν- διάβασε στην εφημερίδα:  


Προσκλητήριο για 7.700 λαμπαδηδρόμους

Tι χρειάζεται για να μπορέσει κάποιος να τρέξει μεταφέροντας την Ολυμπιακή Δάδα . Zητούνται και 1.500 συνοδοί.

Το πρόγραμμα για τους λαμπαδηδρόμους:

Πρόσκληση σε όλους τους Έλληνες να τρέξουν με τη Φλόγα των Ολυμπιακών της Αθήνας… Κάθε πολίτης που κατοικεί στην Ελλάδα μπορεί να λάβει μέρος στη λαμπαδηδρομία αρκεί να είναι άνω των 14 ετών και ικανός να τρέξει 300 μέτρα.

 Ένοιωσε την ψυχή του να αναπηδά.

Όποιος λαμπαδηδρόμος επιθυμεί να κρατήσει ως ενθύμιο τη Δάδα θα καταβάλει …€

Τι σημασία μπορεί να έχει το ποσό; αναρωτήθηκε, εδώ μιλάμε για τα τέλεια αναμνηστικά για μια απ’ τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας. Συνέχισε την ανάγνωση κρατώντας το φύλο της εφημερίδας με τρεμάμενα χέρια…

Μέχρι 20 Φεβρουαρίου οι αιτήσεις Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να παραλαμβάνουν το σχετικό έντυπο… H επιλογή των λαμπαδηδρόμων θα ολοκληρωθεί περί τα τέλη Μαρτίου από τις αρμόδιες επιτροπές που θα συνεδριάσουν σε κάθε δήμο της χώρας.

Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα ανάμεσα στον κύριο ενδιαφερόμενο και τον εαυτό του αφού οι γονείς και τα αδέρφια του που έμεναν στην Καβάλα θα το μάθαιναν μόλις μια εβδομάδα πριν για να έρθουν να τον καμαρώσουν.

Ο χρόνος κύλησε γρήγορα.

Εκείνο το πρωί έμοιαζε σαν όλα τα άλλα στο υποκατάστημα της Εθνικής στην Περαία της Θεσσαλονίκης. Όχι για όλους όμως.

Κάποιος δεν περίμενε να τον ειδοποιήσει η υπενθύμιση του ημερολόγιου στον υπολογιστή που είχε στο γραφείο του πως η πολυπόθητη γι’ αυτόν μέρα ήταν μόλις είκοσι ώρες μακριά.  Από το προηγούμενο βράδυ κιόλας έβλεπε τον εαυτό του με την αναμμένη δάδα στο χέρι να ξεκινάει την μικρή διαδρομή του κάπου ανάμεσα στον Πάλιουρα και την Μηχανιώνα. (Παραθαλάσσια διαδρομή).

Την είχε ονειρευτεί αμέτρητες φορές αυτήν την διαδρομή και την είχε κάνει με το αυτοκίνητο άλλες τόσες.

Από τότε που υπέβαλε την αίτησή του, για τον Άγγελο όλος ο κόσμος στριφογύριζε σαν σβούρα γύρω από εκείνη την ημέρα με την συγκεκριμένη διαδρομή.

Το οχτάωρό στην δουλειά πέρασε μέσα από ένα συνονθύλευμα ονειροπολήσεων όπου ο εαυτός του τον χαιρετούσε σε διάφορες ηλικίες της μέχρι τώρα ζωής του.

 Όσο για την μελέτη των φακέλων με αιτήσεις δανείων και  δικαιολογητικά, δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε μια εισήγηση. Ευτυχώς που η Ελένη Χαρίτου η συνάδελφος  και συνεργάτης του στο τμήμα των δανείων αν και ήταν κατά πολύ παλαιότερη του δείχνοντας κατανόηση -όλοι στην τράπεζα γνώριζαν για το Όνειρο του Άγγελου- ανέλαβε όλα του τα ραντεβού με τους πελάτες.

Το μεσημέρι, έφαγε ένα πλούσιο γεύμα στο εστιατόριο όπου έτρωγε καθημερινά χαζεύοντας την σκάλα της Μηχανιώνας με τον φάρο και τον στόλο με τα μεγάλα σιδερένια αλιευτικά σκάφη  που έστεκε περήφανα αγκυροβολημένος.

Πάντα τον γοήτευε η θάλασσα με την γαλάζια απεραντοσύνη της ασκώντας επάνω του μια κατευναστική σαγήνη. Αυτή όμως ήταν ίσως η μοναδική φορά που δεν  κατάφερε να τον σαγηνέψει εντελώς.

Ο Άγγελος ένοιωθε μέσα του πως μαζί με την καρδιά του χτυπούσε και ένα βιολογικό ρολόι  μετρώντας  ανάποδα τον χρόνο μέχρι το μηδέν, την στιγμή δηλαδή που φορώντας την γαλανόλευκη στολή του θα άναβε την δάδα και θα ξεκινούσε περήφανος την μεταφορά της ολυμπιακής φλόγας.

Και αυτή η ώρα μηδέν τον περίμενε υπομονετικά μέχρι αύριο όπου έχοντας πάρει φυσικά άδεια από την δουλειά του θα υποδεχόταν κατά τις έντεκα το πρωί πανέτοιμος τον προηγούμενο από αυτόν λαμπαδηδρόμο -έναν γιατρό από την Επανομή- να του εμπιστευθεί την ιερή φλόγα. 

 Στο σπίτι του τον καλωσόρισε απλωμένη επάνω στο κρεβάτι όπως την είχε αφήσει η στολή. Ήταν ολοκαίνουργια και  ατσαλάκωτη, ένα λευκό μακό μπλουζάκι με γαλάζια τα μανίκια, τον Κότινο ( κυκλικό στεφάνι της ελιάς, έμβλημα των Αγώνων) στο στήθος και τα γράμματα στην πλάτη. Από κάτω του το λευκό αθλητικό κοντό παντελόνι και  δίπλα τους πιστή και απαραίτητη σύντροφος η δάδα, το φύλο της ελιάς από ξύλο και μέταλλο (μαγνήσιο) στο φυσικό τους χρώμα.

Πήρε τον μεσημεριανό του ύπνο στον καναπέ, δεν ήθελε να την ενοχλήσει.

Το απόγευμα όταν ξύπνησε βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει όρθιος από πάνω της να την χαζεύει με την εικόνα του εαυτού του στο μυαλό περιτριγυρισμένος από ένα ενθουσιώδες ποικιλόχρωμο πλήθος  που  επευφημούσε την φλόγα και αυτόν  που την μετέφερε φυσικά.

Την είχε φορέσει μερικές φορές, του πήγαινε γάντι. Στο γυμνασμένο σώμα του ταίριαζε  καλύτερα και από το πιο κομψό κοστούμι.

Την χάιδεψε και αφού κατάφερε τελικά να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της ξεκίνησε με αργά βήματα να καλύψει την απόσταση που τον χώριζε από το καθιστικό όπου ανοίγοντας μια μπύρα κάθισε στον καναπέ για να παρακολουθήσει τηλεόραση μέχρι τις έντεκα το βράδυ.

Εκείνη την νύχτα είδε το πιο παράξενο όνειρο της ζωής του.

Ήτανε λέει σ’ ένα διαστημόπλοιο μαζί με πολλούς άλλους και έπλεαν πάνω από την Γη.  Δεν είχαν τα κανονικά συμπαγή σώματα που ξέρουμε αλλά διαφανή, λεπτότερης ύλης σώματα τα οποία φωσφόριζαν μέσα σ’ ένα  πολύχρωμο ημίφως που χάριζαν τα φωτεινά όργανα του πιλοτηρίου στην γέφυρα του σκάφους.

«Αλκαααρτάρ…αυτός είναι ο στόχος μας, και ακριβώς εκεί κάτω σ’ εκείνη  την περιοχή με την ασυνήθιστη αναταραχή θα κάνεις την πρώτη μας  διείσδυση να δούμε που πηγαίνουμε».

Ήταν ο Βααλκαταάρ, ο υπεύθυνος της αποστολής που του είχε μιλήσει τηλεπαθητικά με εκείνη την ένρινη φωνή του βγάζοντας τον από μια περίεργη ονειροπόληση που είχε να κάνει με μια απλή λευκή και γαλάζια φορεσιά.

«Σε πληροφορώ πως ήδη έχω αρχίσει να έρχομαι σε επαφή με τον ξενιστή μου και δεν βλέπω κανέναν λόγο ανησυχίας», καθησύχασε τον αρχηγό του ο πρώτος στην ιεραρχία  και ικανότερος στις διεισδύσεις από όλους τους ¨αποίκους¨.

Ξύπνησε μέσα σε μια θάλασσα ιδρώτα, ήπιε ένα μεγάλο ποτήρι νερό, άλλαξε εσώρουχα και προσπάθησε μάταια να ξανακοιμηθεί.

Είπαμε να αναστατωθούμε αλλά όχι και να τρελαθούμε, σκέφτηκε καθώς άκουσε τον κόκορα της κυρά-Αργυρώς της γειτόνισσας του να αναγγέλλει γεμάτος ενθουσιασμό τον ερχομό μιας  ακόμη καινούριας μέρας, και τι ημέρας …

Ο Θεός δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου ούτε στον ήλιο ούτε στο γαλανό του ουρανού, όλα ήταν τέλεια ρυθμισμένα ώστε η ημέρα που παραμέρισε το μαύρο πέπλο της νύχτας να αποτελεί με τον τρόπο της ένα ακόμη φυσικό έργο τέχνης.

Ο Άγγελος μόλις αντίκρισε εκείνη την υπέροχη Παρασκευή ένοιωσε με μιας όλους τους φόβους και τις αγωνίες του να χάνονται σαν την ομίχλη που εξαφανίζεται  κάτω από τα βέλη του λαμπερού ήλιου. Το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου επάνω στο μικρό γραφείο που βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα του τον έκανε να πεταχτεί όρθιος σαν φασουλής και να τρέξει από τον καναπέ του σαλονιού προς τα εκεί.

«Εμπρός;», άκουσε την φωνή του να κακαρίζει σαν βραχνός κόκορας. Έτσι  ακουγόταν το πρωί όταν τον ανάγκαζαν να μιλήσει χωρίς να έχει πιει τον πρωινό καφέ του.

«Άντε υπναρά, ξύπνα!», τον πρόσταξε ο Αριστείδης ο μικρότερος αδελφός του που είχε αναλάβει να τον ξυπνήσει.

 Ο Άγγελος κοίταξε μηχανικά το ρολόι του, ήταν εννέα η ώρα.

Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε να παίρνει πρωινό με ολόκληρη την οικογένεια του στο μπουγατσατσίδικο της γωνίας. Αν και δεν μπόρεσε να κατεβάσει τίποτε περισσότερο από ένα ποτήρι φρέσκο γάλα η ενέργεια που τον πλημύρισε βλέποντας τους δικούς του να λάμπουν από έξαψη και περηφάνια για την απόφασή του να κουβαλήσει την φλόγα ήταν αρκετή για να φτάσει αν χρειαζόταν ακόμα και μέχρι την  Αθήνα.

Άσε που έτσι όπως τον αποθανάτιζαν ταυτόχρονα δυο κάμερες μια του πατέρα του και άλλη μια του αδελφού του ένοιωθε ήδη σαν σταρ του κινηματογράφου.

Το κλίμα ευφορίας ήταν διάχυτο παντού αφού ακόμη και οι γείτονες που περνούσαν έξω από το μαγαζί τον χαιρετούσαν με ενθουσιασμό πηγαίνοντας προς την πλατεία με τις καφετέριες της Μηχανιώνας όπου θα γινόταν η υποδοχή της φλόγας που θα τους έφερνε αυτός.

Η ώρα πέταξε σαν πουλί και τον έφερε να βγαίνει από το αυτοκίνητο του πατέρα του στο σημείο όπου θα παραλάμβανε την φλόγα, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την Μηχανιώνα.

Ο κόσμος πολύς, και εκεί όπου έδινε τα χαρτιά που του είχαν δώσει από το Αθήνα 2004 στους υπεύθυνους ένοιωσε μαζί με ένα ρίγος που του διαπέρασε την ραχοκοκαλιά και μια ξένη παρουσία να διαπερνά επίσης το εξωτερικό περίβλημα του σώματός του και να στρογγυλοκάθεται μέσα του με το έτσι θέλω.

«Έ, ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ!» , καμία απάντηση.

Μόνο μια κρύα αίσθηση να του πλημμυρίζει την ψυχή ένοιωσε ο Άγγελος καθώς κατάλαβε πως αυτό που του είχε μόλις συμβεί δεν έγινε αντιληπτό από κανέναν.

Κάτι άσχημο και απειλητικό που δεν ταίριαζε καθόλου με το όλο κλίμα του τόπου και του χρόνου ήταν αυτό που είχε ξεδιάντροπα τρυπώσει μέσα στα μύχια της ύπαρξης του Άγγελου κάνοντας τον να ξεχάσει προς στιγμή τον λόγο που βρισκόταν μαζεμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκεί.

Σε μερικά δευτερόλεπτα όμως  ένοιωσε αυτό το κάτι να υποχωρεί και να τραβιέται σε μια μικρή και απόμακρη άκρη του μυαλού του αφήνοντάς του και πάλι τον ολοκληρωτικό έλεγχο του κορμιού τους.

Κούνησε πέρα-δώθε το μελαχρινό σγουρομάλλικο κεφάλι του προσπαθώντας να διώξει τα φαντάσματα της προηγούμενης νύχτας που αψηφώντας τους νόμους της φύσης πήραν αυθαίρετα σάρκα και οστά μέρα μεσημέρι.

«Είσαι καλά αδερφέ;» ακούστηκε ανήσυχος ο Δημήτρης ο μεσαίος του  αδελφός.

«Όλα καλά, εντάξει είμαι», τι άλλο μπορούσε να απαντήσει ο καημένος ο Άγγελος που έβλεπε να γκρεμίζεται το όνειρό του με τον πιο απίθανο τρόπο.

Η άφιξη της φλόγας έδωσε στον Άγγελο την ευκαιρία να ξεχάσει για λίγο την απόκοσμη παρουσία που τον ¨δρόσισε¨ πριν από λίγο.

Τα ασημένιου χρώματος τζιπ της διοργάνωσης με τα κίτρινα φλας τους να αναβοσβήνουν ρυθμικά φάνηκαν στο βάθος του δρόμου και ο ασπρομάλλης δρομέας με την αναμμένη δάδα  στο δεξί του χέρι που ήταν περιτριγυρισμένος από ένα ετερόκλητο πλήθος λαού όπως των συνοδών π.χ. που ξεχώριζαν από  τις παρόμοιες με των λαμπαδηδρόμων στολές τους -το πορτοκαλί στα μανίκια και τα σορτς άλλαζε- των επισήμων, αλλά και των δημοσιογράφων, έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο στον Άγγελο αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον αντικαταστάτη του.

Η δάδα του Άγγελου ήταν έτοιμη και άναψε με την πρώτη επαφή.

 Μέχρι εδώ όλα καλά, σκέφτηκε και ένα χαμόγελο ανακούφισης στόλισε το πρόσωπο του. Κάτω από τις επευφημίες του πλήθους με ιδιαίτερα έντονες στα αυτιά του των αδελφών  και των γονιών του ξεκίνησε ο Άγγελος χτυπώντας τα πανάκριβα αθλητικά του παπούτσια στην άσφαλτο προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να ξορκίσει την μαύρη σκιά που ένοιωθε να τυλίγει γύρω του τους πάντες και τα πάντα.

Οι στιγμές ήταν μοναδικές με τα αυτοκίνητα να σχηματίζουν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από το Άγγελο τις σειρήνες των Ζητάδων να  διαλαλούν το πέρασμα της ιερής φλόγας και την παρουσία της πολιτείας που με την αστυνομία της προστάτευε αυτήν και τον κομιστή της από οποιαδήποτε απειλή.

Αυτό ήταν που συνέβαινε όμως πραγματικά; Ή όλα αυτά δεν ήταν παρά μια υπέροχα σχηματισμένη πλάνη που θα έσπαγε σαν σαπουνόφουσκα κάτω από τον λαμπρό ήλιο του Ιουλίου;

Η πομπή έφθασε στο καρνάγιο λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια της Μηχανιώνας με φόντο στ’ αριστερά της μια  υπέροχη γαλάζια θάλασσα η οποία πλαισίωνε τα αραγμένα στην άμμο παλιά σκαριά που απολάμβαναν τις φροντίδες των έμπειρων τεχνιτών.

 Εκείνοι αφήνοντας τα εργαλεία τους στην άμμο σήκωσαν τα χέρια και έβγαλαν φωνές χαιρετισμού στην φλόγα και τον Έλληνα λαμπαδηδρόμο που αντιπροσώπευε εκείνη την ώρα όλους τους ειρηνοποιούς ονειροπόλους του κόσμου.

Το πλάσμα ξαναχτύπησε με τέτοια σφοδρότητα που έκανε τον κόσμο να χαθεί από τα μάτια του Άγγελου μαζί με το χαμόγελο περηφάνιας που εδώ και λίγη ώρα είχε εγκατασταθεί στα χείλη του.

Η κρύα παρουσία επέστρεψε και αυτή την φορά αγκάλιασε κάθε κύτταρο στο σώμα του Άγγελου σφίγγοντας το ασφυκτικά σαν μέγγενη.

Ο Άγγελος ένοιωσε τον εαυτό του να αποτραβιέται τρομαγμένος σε μια απόμερη γωνιά του υποσυνείδητου στο μυαλό του σαν τρομαγμένο παιδάκι στην θέα του κακού ξένου με τις καραμέλες που του είχαν τονίσει άπειρες φορές οι γονείς του πως πρέπει να αποφεύγει.

Το σώμα το οποίο επί είκοσι επτά χρόνια υπηρετούσε πιστά τον Άγγελο αρνήθηκε τώρα να ολοκληρώσει με επιτυχία το βήμα που είχε λάβει εντολή να εκτελέσει  με αποτέλεσμα να πέσει στο αριστερό γόνατο τεντώνοντας ενστικτωδώς το δεξί του χέρι που κρατούσε την δάδα.

Γιατί παρόλο που είχε καταφύγει κατατρομαγμένος στην άκρη του μυαλού του ο Άγγελος  δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας γνήσιος αγωνιστής που δεν επέτρεψε -προς το παρόν τουλάχιστον- η δάδα με την ιερή φλόγα να κυλιστεί στην άσφαλτο και να σβήσει. Το πλήθος κράτησε την ανάσα του, και ο ήλιος στάθηκε ακίνητος και αυτός πάνω από την παγωμένη σκηνή που έμοιαζε με πίνακα του Θεοτοκόπουλου.

Ο Άγγελος χάθηκε μέσα στο πηχτό σκοτάδι που τον είχε αγκαλιάσει μεταδίνοντας του ένα θανατηφόρο μούδιασμα που απειλούσε να καταλάβει και το ελάχιστο εκείνο κομμάτι εαυτού που του είχε απομείνει.

 Όμως τι είναι αυτή η δροσιά που νοιώθει στο φλεγόμενο χέρι του εκείνο που κρατάει την δάδα; Μοιάζει πολύ με το δροσερό χέρι μιας κοπέλας, να και παραισθήσεις τώρα, σκέφθηκε ο Άγγελος καθώς ένα μικρό μέρος του φόβου του άρχισε να υποχωρεί και να ξαναποκτά ένα μέρος του εαυτού του.

Στα κουρασμένα μάτια του στην εικόνα που επέστρεψε κυριαρχούσε μια νέα κοπέλα με γαλάζιο πουκάμισο, σκούρου μπλε χρώματος φούστα και έναν στο ίδιο χρώμα μπερέ που του έκλεινε παιχνιδιάρικα το μάτι από την κορυφή ενός κεφαλιού με υπέροχα ίσια κατάμαυρα μαλλιά.

Στο επόμενο κλάσμα του δευτερολέπτου όμως στο μυαλό της κοπέλας άστραψε όλη η αλήθεια η οποία περνώντας ταχύτατα σαν  μέσα από έναν υπεραγωγό που ήταν τα χέρια των δυο νέων την χτύπησε με τέτοια σφοδρότητα που την έκανε να χάσει και αυτή για λίγο την επαφή με την πραγματικότητα.

Ένοιωσε ολοκάθαρα τόσο την παρουσία του εισβολέα όσο και την πάλη ανάμεσα στους δυο άνδρες, γιατί μόνο αρσενικού γένους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Αλκαααρτάρ με τα δικά μας κριτήρια αφού αυτός ήταν που γονιμοποιούσε στην γενετήσια πράξη την άλλη μονάδα που ερχόταν σε επαφή.

Αλλά και η Ευτυχία Αδαμίδου δόκιμος στο πρώτο έτος της αστυνομικής ακαδημίας δεν ήταν τυχαία, κρατούσε και αυτή από γενιά αγωνιστών και το έδειξε στην συνέχεια.

Ο Αλκαααρτάρ κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά, πρώτη φορά βρέθηκε να παλεύει με δυο οντότητες ταυτόχρονα. Και τι ομοψυχία ήταν αυτή;

Συνήθως για την ζωή του ανησυχούσε έτσι απόλυτα ο άμεσα ενδιαφερόμενος και κανείς άλλος, τώρα τι ήταν αυτό; Ποια ήταν αυτή η άλλη οντότητα που ενδιαφερόταν περισσότερο για την ζωή αυτής που είχε καταλάβει εκείνος;

Όλη αυτή η συμπυκνωμένη απορία που πέρασε ταυτόχρονα και στους δύο νέους  καθώς κρατιόταν ακόμη από τα χέρια -άλλωστε είχαν περάσει μόνο τρία δευτερόλεπτα- τους έκανε να αναθαρρήσουν και να ριχτούν με νέα αποθέματα θάρρους στον αγώνα τους ενάντια στον εξωγήινο εισβολέα.

Την απορία όμως διαδέχθηκε μια μανία τεράστιου εύρους που σκέπασε τα μυαλά των δυο νέων οι οποίοι ένιωσαν για άλλη μια φορά την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους.

«Αυτό ήταν, Ευτυχία χάρηκα για την γνωριμία».

«Δεν μπορεί, Άγγελε, κρατήσου».

Όμως τι έπαθε το πλήθος; Γιατί αφήνοντας ταυτόχρονα την ανάσα του να βγει μέσα από εκατοντάδες χείλη σκύβει με γνήσια ανησυχία πάνω από τα δυο ηρωικά παιδιά και ενώνεται νοερά μαζί τους ;

Τίποτε δεν έπαθε. Απλά για όλους ο Άγγελος είναι ο Λαμπαδηδρόμος τους, αυτός που μεταφέρει στο χέρι του ένα ιδανικό που στην πραγματικότητα δεν έσβησε ποτέ γιατί καίει εδώ και χιλιάδες χρόνια στις καρδιές όλων των σωστών ανθρώπων που πιστεύουν πως η ειρήνη και η ευγενής άμυλα είναι τα ιδεώδη που πρέπει να στοχεύει παντοτινά το ανθρώπινο είδος.

«Τι συμβαίνει Αλκαααρτάρ; Απάντησε μου, είναι φόβος αυτό που νιώθω;»,  πανικόβλητη αντήχησε η τηλεπαθητική φωνή του Βααλκαταάρ αρχηγού της εκστρατευτικής αποστολής που περίμενε σαν το αρπακτικό να αρπάξει το κουρασμένο θήραμα , μόνο που αυτή την φορά ο θύτης είχε αρχίσει πέρα από κάθε προσδοκία να νοιώθει σαν θύμα.

Πραγματικά, κάτι δεν πήγαινε καλά.

Που είχαν πάει η ασυνεννοησία, η διχόνοια, η ζήλια και η ιδιοτέλεια;

Τι δουλειά είχαν εδώ τα αντίθετα τους;

Πως θα κατανικούσαν τώρα αυτές τις φοβερές αντιστάσεις; Πως θα καταλάμβαναν σιγά-σιγά όλο και περισσότερους ξενιστές με σκοπό την πλήρη επικράτηση  εξαφανίζοντας σταδιακά την αντίσταση τους στέλνοντας τους να κατοικήσουν σ’ ένα πολύ μικρό μέρος κάπου στην άκρη του μυαλού τους με τις αναμνήσεις και την θέλησή τους ξεθωριασμένες, τόσο που να μην έχουν καμιά απολύτως εξουσία στα ίδια τους τα σώματα;

Θα  τους έπαιρνε μερικά χρόνια είναι αλήθεια, αλλά θα επικρατούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο σ’ όλον αυτόν  τον γαλάζιο πλανήτη.

Η ομοψυχία του κόσμου έκανε για άλλη μια φορά το θαύμα της και σαν ένα τεράστιο κάτοπτρο έστειλε με μορφή αντανάκλασης στον καταγάλανο ουρανό μια μαύρη ενεργειακή δέσμη πίσω με το ίδιο εισιτήριο εκεί απ’ όπου είχε έρθει.

Και εκείνη με την σειρά της εκτοξεύτηκε με όλη της την ενέργεια ακόμη παραπέρα για να γλιτώσει από την πανίσχυρη μορφή ενέργειας που ρίχτηκε με πρωτοφανή μανία επάνω της.

Ο Άγγελος σηκώθηκε πάλι στα πόδια του. Το  δεξί του χέρι υψώθηκε και συνέχισε τον δρόμο του μέσα σ’ ένα πλήθος που παραληρούσε από ενθουσιασμό.

Στο αριστερό του χέρι κρατούσε σφιχτά μια λευκή μικρή κάρτα με τα στοιχεία της κοπέλας που κατάφερε αυτό που δεν είχε καταφέρει καμιά άλλη μέχρι τώρα.

 Να του κλέψει την καρδιά!

 

 

                                                         Τέλος

 

Αν θέλετε να το κατεβάσετε σε μορφή . pdf  & .epub ΔΩΡΕΑΝ πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:

  aw2  

 

 

Το συγκεκριμένο βιβλίο, διακινείται ελεύθερα στο Διαδίκτυο με άδεια Creative Commons

Άδεια Creative Commons
Το έργο με τίτλο Ο ΛΑΜΠΑΔΗΔΡΟΜΟΣ από τον δημιουργόΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .
Παροχή δικαιωμάτων πέρα από τα πλαίσια αυτής της άδειας μπορεί να είναι διαθέσιμη στοhttps://isofitatoumalama.webnode.gr/.